- πλινθούλκιον
- πλινθούλκ-ιον, τό,A brickworks, SIG633.82 (Milet., ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθούλκιον — τὸ, Α [πλινθουλκός] πλινθοποιείο … Dictionary of Greek